Ο κομβικός ρόλος της ανταγωνιστικότητας στην μετάβαση στην κλιματική ουδετερότητα - Άρθρο κ. Κ.Κωνσταντίνου, Γενικού Δ/ντή του Συμβουλίου ΣΕΒ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, στην ειδική έκδοση του Business Energy για τα ESG, 6/7/2022
Βρισκόμαστε στην μέση της πορείας ολοκλήρωσης ενός σημαντικού νομοθετικού έργου σε επίπεδο Ε.Ε., το οποίο οφείλει να διασφαλίσει τις προοπτικές δημιουργίας ενός επενδυτικού περιβάλλοντος, με προοπτική και ανθεκτικότητα. Η στήριξη της σύγχρονης επιχειρηματικότητας στην πράσινη μετάβαση είναι δεδομένη, όπως δεδομένο είναι ότι αποτελεί την κρισιμότερη πρόκληση της εποχής μας. Η αντιμετώπισή της με όρους βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί μονόδρομο για επιτυχή απάντηση σε ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε σε αιώνες και επιχειρείται να λυθεί στις επόμενες τρείς δεκαετίες.
Η αποδοχή του στόχου της κλιματικής ουδετερότητας μέχρι το 2050, δηλαδή του μηδενικού ισοζυγίου εκπομπών και απορροφήσεων Αερίων του Θερμοκηπίου (ΑτΘ), από σημαντικό αριθμό χωρών, αποτελεί το ιδιαίτερα ελπιδοφόρο αποτέλεσμα της COP 26. Η Διεθνής Οργάνωση Ενέργειας, εκτιμά ότι αν υλοποιηθούν αυτές οι δεσμεύσεις 17Gt CO2eq δεν θα εκλυθούν στην ατμόσφαιρα μέχρι το 2050. Πρόκειται για βελτίωση κατά 46%, σε σύγκριση με τα επίπεδα εκπομπών ΑτΘ που είχαν εκτιμηθεί πριν την COP26.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση (Ε.Ε.) δεσμεύτηκε πρώτη, μέσω της Πράσινης Συμφωνίας στον στόχο αυτό, επιβεβαιώνοντας την σταθερή της επιλογή να ηγείται των προσπαθειών αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, παρότι συνεισφέρει μόλις το 8% σε αυτήν. Ο σχεδιασμός και η εφαρμογή συστήματος κοστολόγησης των εκπομπών ΑτΘ, στην βάση της αρχής «στοχοθετώ, υλοποιώ, αξιολογώ, αναθεωρώ», από το 2005 αποτελεί υπόδειγμα όχι μόνο στοχοθέτησης, αλλά και αποτελεσματικότητας στην μείωση εκπομπών ΑτΘ.
Όμως, η πορεία της Ε.Ε. προς την ανθρακική ουδετερότητα δεν μπορεί να είναι μοναχική, ούτε να υλοποιείται σε βάρος της ισορροπίας των βασικών πυλώνων της βιώσιμης ανάπτυξης, δηλαδή της στάθμισης μεταξύ περιβαλλοντικής φιλοδοξίας, οικονομικής ανάπτυξης και δίκαιης κοινωνικά μετάβασης. Αστοχία επίτευξης της παραπάνω ισορροπίας, μέσω των πολιτικών και των στόχων που τίθενται, θα εντείνει την μεταφορά παραγωγικών μονάδων εκτός Ε.Ε., με επιπτώσεις όχι μόνο στην απασχόληση, αλλά και στο περιβάλλον, αφού η παραγωγή θα γίνεται σε χώρες χωρίς ίδιο επίπεδο δεσμεύσεων με των ευρωπαϊκών.
Η Ε.Ε. αντιπροσωπεύει περίπου το 14 % του παγκόσμιου εμπορίου αγαθών. O αποτελεσματικότερος τρόπος να συμβάλλει στη μείωση των εκπομπών ΑτΘ σε παγκόσμιο επίπεδο είναι να καταστεί η ίδια κυρίαρχη εξαγωγική δύναμη στην παγκόσμια οικονομία, αφού τα προϊόντα της είναι κατά τεκμήριο χαμηλού ανθρακικού αποτυπώματος. Ενδεικτικά για κάθε τόνο αλουμινίου που παράγεται στην Κίνα εκλύονται τριπλάσιες ποσότητες ΑτΘ στην ατμόσφαιρα, έναντι του ευρωπαϊκού.
Η πραγματικότητα όμως είναι, δυστυχώς, αντίθετη. Η απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ευρωπαϊκής βιομηχανίας, λόγω και του συνεχώς αυξανόμενου κλιματικού κόστους αποτελεί ήδη γεγονός. Ενδεικτικά, στον κλάδο τσιμέντου εκτιμάται ότι οι χώρες εκτός Ε.Ε. έχουν αυξήσει την εξαγωγική τους ικανότητα, κατά 70 εκατ. επιπλέον τόνους μεταξύ 2018 και 2025. Οι εισαγωγές τσιμέντου στην Ε.Ε. από τρίτες χώρες έχουν αυξηθεί κατά 160% την πενταετία 2016-2020, ενώ την ίδια περίοδο στην Ελλάδα έχουν πενταπλασιαστεί. Αλλά και στον κλάδο διύλισης, η εξαγωγική ικανότητα της Μέσης Ανατολής αυξάνεται συνεχώς με νέες εγκαταστάσεις, και κάθε 100 μονάδες μείωσης εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα που μειώνονται στην Ε.Ε. αντικαθίστανται με 135 μονάδες εκτός της Ε.Ε.
Στη χώρα μας, ο κίνδυνος διαρροής άνθρακα, της απώλειας δηλαδή επενδύσεων λόγω πίεσης στην ανταγωνιστικότητα από το κόστος που συνεπάγονται οι κλιματικές δεσμεύσεις είναι πολλαπλάσιος λόγω γεωγραφικής θέσης και γειτνίασης με χώρες χωρίς δεσμεύσεις. Ενδεικτικά, η Τουρκία μόλις πολύ πρόσφατα (Οκτώβριος 2021) επικύρωσε τη Διεθνή Συμφωνία του Παρισιού, ενώ δεν έχει υποβάλει επικαιροποιημένη έκθεση με τους εθνικούς της στόχους. Με βάση την αρχική της υποβολή το 2015, στοχεύει σε μείωση των εκπομπών ΑτΘ το 2030 κατά 21% σε σύγκριση με το επίπεδο που θα διαμορφώνονταν χωρίς τη λήψη μέτρων (business as usual), ενώ πρόσφατα ανακοίνωσε την πρόθεσή της να είναι κλιματικά ουδέτερη έως το 2053. Παράλληλα, ενώ η χώρα μας έχει δεσμευτεί στην απολιγνιτοποίηση του κλάδου ενέργειας και σωστά αναθεωρεί τον Εθνικό Σχεδιασμό για την Ενέργεια και το Κλίμα ώστε να ευθυγραμμιστεί με τις προβλέψεις και τους στόχους του νέου Ευρωπαϊκού πλαισίου στην γείτονα χώρα προγραμματίζονται επενδύσεις, στον κλάδο ενέργειας, με βάση τον άνθρακα της τάξης των 32GW.
Επιπλέον των διαφορετικών προσεγγίσεων των χωρών στην αντιμετώπιση του κοινού προβλήματος της κλιματικής αλλαγής, η μεταβλητότητα στο διεθνές περιβάλλον –υπήρχε και πριν τον πόλεμο και εντάθηκε εξ αιτίας του – ανατρέπει τα δεδομένα με ρυθμό και σε έκταση που δεν έχει προβλεφθεί σε κανέναν επιχειρηματικό, εθνικό ή ακόμα και Ευρωπαϊκό σχεδιασμό. Απολύτως ενδεικτικό, ότι η εκτίμηση επιπτώσεων στην πρόταση αναθεώρησης του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών της Ε.Ε. έχει εκπονηθεί με κόστος εκπομπών CO2 της τάξης των 50€ ανά τόνο το 2030, μέγεθος που έχει ξεπεραστεί κατά πολύ εδώ και καιρό από την πραγματικότητα και μάλιστα ανεπιστρεπτί.
Δυστυχώς, οι επιλογές που σήμερα προωθούνται στην Ε.Ε., δείχνουν αδυναμία πραγματικής στάθμισης των επιπτώσεων, γεγονός που αποδεικνύει για την χώρα μας πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ. Οι κλάδοι που πλήττονται άμεσα, παράγουν το 27% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας και απασχολούν το 16% της συνολικής απασχόλησης της μεταποίησης. Σύμφωνα με την μελέτη, οι νομοθετικές προτάσεις που προωθούνται την παρούσα περίοδο στην Ε.Ε., συνεπάγονται ύφεση στην εθνική οικονομία (σωρευτικά 9,17 δισ. ευρώ για την περίοδο 2021-2035, σε τρέχουσες τιμές 2020) και μείωση στην απασχόληση. Στο σενάριο πλήρους απώλειας εξαγωγών οι επιπτώσεις αγγίζουν τα €5,1 δισ. και απώλεια 82.000 θέσεων εργασίας, το 2035.
Το κόστος άνθρακα θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην ανταγωνιστικότητα το επόμενο διάστημα. Η Ευρώπη έχει στηρίξει τις επιχειρήσεις, παρέχοντας τους ένα αυστηρό μεν, αλλά δίκαιο και προβλέψιμο πλαίσιο που καλύπτει μέρος του κόστους αυτού, αναγνωρίζοντας στην πράξη το ανταγωνιστικό μειονέκτημα έναντι τρίτων χωρών.
Ζητούμενο παραμένει να εφαρμοστεί η ίδια αρχή και στον νέο σχεδιασμό, ο οποίος βρίσκεται σε διαβούλευση με το αποτέλεσμά του να είναι καθοριστικό για το μέλλον. Βρισκόμαστε στην μέση της πορείας ολοκλήρωσης ενός σημαντικού νομοθετικού έργου σε επίπεδο Ε.Ε., το οποίο οφείλει να διασφαλίσει τις προοπτικές δημιουργίας ενός επενδυτικού περιβάλλοντος, με προοπτική και ανθεκτικότητα. Η στήριξη της σύγχρονης επιχειρηματικότητας στην πράσινη μετάβαση είναι δεδομένη, όπως δεδομένο είναι ότι αποτελεί την κρισιμότερη πρόκληση της εποχής μας. Η αντιμετώπισή της με όρους βιώσιμης ανάπτυξης αποτελεί μονόδρομο για επιτυχή απάντηση σε ένα πρόβλημα που δημιουργήθηκε σε αιώνες και επιχειρείται να λυθεί στις επόμενες τρείς δεκαετίες.